Νήσου
Η Νήσου είναι χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, και απέχει από την πρωτεύουσα, προς τα νότια, γύρω στα 15 χιλιόμετρα. Είναι κτισμένη στη βόρεια όχθη του ποταμού Γιαλιά.. Ο παλιός δρόμος Λευκωσίας – Λεμεσού διασχίζει το χωριό, ενώ ο νέος δρόμος, διπλής κατεύθυνσης, διέρχεται από τα βορειοδυτικά του χωριού. Η Νήσου βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της Κύπρου, σε πολύ πλεονεκτική θέση όσον αφορά και τη σύγχρονη συγκοινωνία, αφού μέσα σε 10 λεπτά μπορεί κάποιος να φτάσει στη Λευκωσία, μέσα σε 20 λεπτά στη Λάρνακα και 35 λεπτά στη Λεμεσό.
Στα παλιά χρόνια, το χωριό Νήσου έμοιαζε με μικρό νησί, αφού βρεχόταν γύρω γύρω από τον ποταμό Γιαλιά. Ο ποταμός καθώς ερχόταν ορμητικός από τα βουνά του Μαχαιρά χωριζόταν στην περιοχή της Νήσου σε δύο σκέλη τα οποία έσμιγαν πάλι προς τα Ανατολικά ( στην περιοχή του Δαλιού ). Έτσι το χωριό πήρε το όνομα Νήσος ή Νήσου.
Από γεωλογική άποψη, η έκταση της Νήσου μοιάζει με εκείνη του γεωλογικού σχηματισμού της Λευκωσίας, δηλαδή αποτελείται από ασβεστολιθικούς ψαμμίτες, κροκάλες, ψαμμιτικές μάργες, σύναγμα, εναλλασσόμενες στρώσεις κιμωλιών και αλλουβιακές αποθέσεις. Πάνω στα στρώματα αυτά δημιουργήθηκαν αργότερα ερυθρογαίες, ξερορεντζίνες, ασβεστούχα και προσχωγενή εδάφη. Η έκταση της φτάνει τις 7.102 σκάλες. Το υψόμετρο στην περιοχή κυμαίνεται μεταξύ 230 και 290 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Η Νήσου δέχεται μια ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 360 χιλιοστόμετρα.
Σύμφωνα με ανασκαφικές μαρτυρίες, η περιοχή του βασιλείου του Ιδαλίου με την ευρύτερη γύρω περιοχή, ήταν τουλάχιστον κατοικημένη από το 17ον αιώνα π.Χ. Κατά την παράδοση που διασώζει ο Στέφανος Βυζάντιος ( Επιτομή Εθνικών ) το βασίλειο του Χαλκάνορα ιδρύθηκε κατά την διάρκεια του αποικισμού της Κύπρου από τους Αχαιούς (14ος αιώνας π.Χ.). Δεν υπάρχουν όμως μαρτυρίες που να αποδεικνύουν κατά πόσο η Νήσου ως αρχαίος οικισμός προϋπήρχε του βασιλείου του Χαλκάνορα ή κτίστηκε παράλληλα με αυτό.
Η πρώτη μαρτυρία για το χωριό της Νήσου ανάγεται στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, οπόταν ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός στη “ Χρονολογική Ιστορία ” του αναφέρει ότι κοντά στη Νήσου υπήρχε αρχαίος τάφος με μαρμάρινη σαρκοφάγο, που θεωρείται ως ο τάφος του τοπικού Αγίου , του Επαφρά ή Επαφρόδιτου, που ήταν ένας από τους 70 αποστόλους του Ιησού. Το γεγονός ότι, σε χαμηλό λόφο στα βορειοανατολικά της Νήσου, βρίσκεται υπόγεια εκκλησία ( κατακόμβη ) αφιερωμένη στον Άγιο Ευτύχιο ( Επαφρά;), που αρχικά πιστεύεται ότι ήταν αρχαίος τάφος, μαρτυρά την ύπαρξη οικισμού στην περιοχή της Νήσου κατά τους προχριστιανικούς χρόνους.
Κατά τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου στην Κύπρο (395 – 1191 μ. Χ.) δεν έχουμε καμιά ειδική αναφορά σχετικά με τους κατοίκους του χωριού, παρόλο που θεωρείται βέβαιη η συνέχιση της ζωής από τα παλιά χρόνια. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Κύπρο (1191 – 1489 μ.Χ.), υπάρχουν μαρτυρίες που αναφέρουν ότι η Νήσου ήταν βασιλικό φέουδο.
Το 13ον αιώνα μ.Χ. και συγκεκριμένα στα 1221 μ.Χ., ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Ευστόργιος είχε ιδρύσει στη Νήσου καθολική εκκλησία, ύστερα από παράκληση του William Vicomte και της συζύγου του. Φαίνεται ότι το χωριό ανήκε στον ευγενή αυτόν.
Στις αρχές του 14ου αιώνα αναφέρεται ότι στη Νήσου έγιναν διαπραγματεύσεις μεταξύ των απεσταλμένων του αντιβασιλιά Αμωρύ (1306 – 1310 μ.Χ.) και εκπροσώπων των Ναϊτών ιπποτών σχετικά με την παράδοση των Ναϊτών, ύστερα από απαίτηση του Πάπα.
Ένας μεσαιωνικός ταξιδιώτης, ο Seigneur d’ Anglure (τέλη του 14ου αιώνα) γράφει σε κείμενό του ότι, καθ’ οδόν προς το Σταυροβούνι από την πρωτεύουσα Λευκωσία, φιλοξενήθηκε στο χωριό Νήσου, σε κάποιο κατάλυμα που ανήκε στον βασιλιά της Κύπρου. Ο ταξιδιώτης αυτός αναφέρει το χωριό με τη φράγκικη ονομασία Νissa. Σε παλιούς χάρτες βρίσκεται σημειωμένη ως Νiso και Nison (Ντε Μας Λατρί). Σημαντική είναι η μαρτυρία του Κύπριου χρονογράφου Γεώργιου Βουστρώνιου, που αναφέρει ότι το χωριό παραχωρήθηκε το 1460 μ.Χ. στο βισκούντη της Λευκωσίας, Νικόλαο Μοράμπιτ, από το βασιλιά Ιάκωβο Β′ το Νόθο. Ο Μοράμπιτ πήρε μάλιστα και τις γύρω περιοχές ως δώρο.
“ .. Και εχάρισεν του Μοραπίτου την Νήσουν με τα προάστιά της .. ”
Από τη μαρτυρία αυτή μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η Νήσου κατείχε εξέχουσα θέση στην περιοχή, λόγω του εύφορου εδάφους και των άφθονων νερών της, τόσο του ποταμού Γιαλιά όσον και των φυσικών πηγών, που οι ντόπιοι τα αποκαλούν “ τρεξιμιά”. Ως τέτοια αναφέρουμε το “ πορτολάωμα ή τρεξιμιό του Φράγκου ”, που μέχρι την τουρκική εισβολή έρρεε άφθονο. Αυτό κατερχόμενο από τα δυτικά του χωριού, διέσχιζε μέσω τεχνητού αυλακιού το τσιφλίκι και κατευθυνόταν προς τα ανατολικά.
Εκτός όμως από τη Νήσου, ο βασιλιάς παραχώρησε στο βισκούντη και τα προάστιά της. Εδώ, με την έννοια προάστια ίσως να εννοούνται τα γύρω χωριά, δηλαδή το Δάλι, η Ποταμιά, η Αλάμπρα και η Αγία Βαρβάρα (πρώην Άγιος Γεώργιος).
Όλα μαζί αυτά τα χωριά, ίσως αποτελούσαν ένα μεγάλο φέουδο – τσιφλίκι. Η έδρα του φεουδάρχη – τσιφλικά θα ήταν στη Νήσου. Το πιο πιθανόν θα αποκαλείτο Νήσου ολόκληρη η περιοχή (μεγαλοφέουδο) που διοικούσε ο βισκούντης, δηλαδή το χωριό Νήσου, μαζί με τα προάστια. Αναμφίβολα το τσιφλίκι πρέπει να διαδραμάτισε σοβαρό οικονομικοπολιτικό ρόλο στα πράγματα του χωριού. Γύρω απ’ αυτό, τουλάχιστον από το μεσαίωνα και ύστερα, πλέκεται η ιστορία της Νήσου, και όπως θα δούμε και παρακάτω, και του γειτονικού χωριού, του Πέρα Χωριού.
Οι ντόπιοι οριοθετούν το τσιφλίκι του Φράγκου ως εξής:
“ Το τσουβλίτζιν του Βράγκου άρκεφκεν απού την πύλη
(φαίνεται ότι υπήρχε μεγάλη πύλη – πόρτα, που μπορούσε κάποιος, μάλλον με σχετική άδεια, να μπει στα εδάφη του άρχοντα), τζαμαί που εν το τρεξιμιόν, λλίον πιο κάτω που εν ο Αϊ Ευτύσιης, τζαι ’ πήεννεν μακρά, ως τα δαλίτικα ”.
Μια φυσική μαρτυρία, που ευτυχώς διασώζεται μέχρι σήμερα, είναι το μεγάλο κυπαρίσσι, που οι παλιοί χωριανοί το δείχνουν με ρομαντική νοσταλγία, παρ’ όλες τις κοινωνικοοικονομικές κακουχίες που πέρασαν μερικοί απ ’αυτούς και πολύ περισσότερο οι γενιές τους, ξενοδουλεύοντας “ γέννημαν βούττημαν του ήλιου ” για ένα κομμάτι ψωμί, λέγοντας: “ Έτο! Τούτον εν το τζυπαρίσσιν του Βράγκου. ”
Κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας η Νήσου πιθανόν να περιήλθε στα κρατικά αγροκτήματα και στη συνέχεια κατασχέθηκε από τους Τούρκους (1570 – 1571 μ.Χ.).
Το ότι οι νεοφερμένοι Τούρκοι κάτοικοι της Νήσου ονόμαζαν το χωριό Disdar (που ερμηνεύεται ως φρουρός του κάστρου), δείχνει ότι η λέξη “Νήσου” αναφερόταν σε όλη την περιοχή ( χωριό Νήσου και προάστια ).
Η Νήσου, πιθανόν, ένεκα της διοικητικής της σημασίας μετονομάστηκε σε “φρουρό του κάστρου – Disdar”, με τη στενή έννοια της λέξης ότι δηλαδή ο οικισμός που δημιουργήθηκε έξω από το αρχοντικό αποτελούσε την άμεση στρατιωτική υποστήριξη του φέουδου ( δεν αποκλείεται οι κάτοικοι – εργάτες να προσλαμβάνονταν στις εργασίες του τσιφλικιού με την υποχρέωση να παρείχαν και στρατιωτική βοήθεια ). Μπορεί όμως και ολόκληρη η περιοχή του μεγαλοτσιφλικιού (Νήσου και προάστια ) να αποτελούσε τη φρουρά του μεγαλοτσιφλικιού, σαν ένα είδος εφεδρικής επιστράτευσης σε ώρα κινδύνου.
Με την κάθοδο των Τούρκων (1570 – 1571 μ.Χ.) το χωριό συμπεριέλαβε στη σύνθεση του και Τούρκους , εκτός δηλαδή από Έλληνες και μερικούς Λατίνους που προϋπήρχαν. Στο τσιφλίκι δούλευαν πολλοί φτωχοί άνθρωποι, τόσο της Νήσου όσο και των γύρω περιοχών.
Εξαιτίας της οικονομικοκοινωνικής δομής του φέουδου, έπρεπε μέσα σ ’αυτό να παράγονται όλα τα αγαθά. Για το σκοπό αυτό οι εργάτες καλλιεργούσαν τα σιτηρά, βαμβάκι (σύγχρονες μαρτυρίες αναφέρουν ότι υπήρχαν πολλά “ γουλαππούθκια ” για να επεξεργάζονται το βαμβάκι), σταφύλια και στα νεότερα χρόνια πατάτες. Ακόμα αναφέρεται ότι μέσα στο τσιφλίκι υπήρχε αλακατόλακκος καθώς επίσης και αλευρόμυλος που κινείτο με υδροενέργεια. Αξίζει να αναφερθεί ότι το τσιφλίκι του Φράγκου, σύμφωνα με μαρτυρίες των σύγχρονων κατοίκων, τόσο στα μεσαιωνικά όσο και στα νεότερα χρόνια (Τουρκοκρατία – Αγγλοκρατία) απολάμβανε του δικαιώματος της ασυλίας και δεν αποκλείεται το δικαίωμα αυτό να παραχωρήθηκε ευθύς εξαρχής στο βισκούντη Μοράμπιτ το 15ον αιώνα μ.Χ. και να διατηρήθηκε μέχρι τη διάλυσή του.
Για υποστήριξη της πληροφορίας αυτής παραθέτουμε δυο περιπτώσεις ανθρώπων που υπέπεσαν σε σοβαρό αδίκημα και βρήκαν ασυλία στο τσιφλίκι. Η πρώτη περίπτωση είναι κάποιου με το επίθετο (ψευδώνυμο;) Ξυνιστέρης , ο οποίος, όπως λέγεται, αφού περιπλέχτηκε σε καβγά, σκότωσε κάποιο συνάνθρωπό του και η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή της Κουτσοτταλλούς, που για άγνωστους προς εμάς λόγους έτυχε της ασυλίας του τσιφλικιού. Βέβαια ο τσιφλικάς είχε το δικαίωμα της εκδίκασης της υπόθεσης και να απονείμει δικαιοσύνη κατά την κρίση του. Οι πηγές που έχουμε στα χέρια μας δε μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε με ιστορική ακρίβεια τις αλλαγές που υφίστατο το φέουδο κατά την εξέλιξή του, ούτε ποια ακριβώς πρόσωπα διαχειρίζονταν κατά περιόδους το αρχοντικό και την επικράτεια.
Κατά την περίοδο αυτή έχουμε και άλλες αναφορές για περιηγητές που επισκέφθηκαν τη Νήσου.
Με το ψευδώνυμο Αλή Μπέης ελ Αμπασσί (Ali Bey el Abbassi) κρυβόταν ένας Ισπανός περιηγητής, ο ντον Ντομίνκο Μπατία-ι- Λεϊπλίχ (don Domingo Badia-y-Leyblich).Είχε ζήσει αρκετά χρόνια στο Παρίσι και στις αρχές του 19ου αιώνα ξεκίνησε για ένα μεγάλο ταξίδι στην Ανατολή, οπότε πέρασε και από την Κύπρο, στην οποία παρέμεινε από τις 7 του Μάρτη μέχρι τις 12 του Μάη του 1806. Αφού επισκέφτηκε το μοναστήρι της Αγίας Θέκλας, πέρασε, αναφέρει, ένα ρυάκι και γύρω στις τρεις το μεσημέρι είδε το χωριό Πέρα Χωριό (Teraforio) και ακολούθως στα δεξιά ένα άλλο χωριό, ονομαζόμενο Disdar Keuy (δηλαδή τη Νήσου).
Ο Άγγλος Γούλλιαμ Τέρνερ (William Turner) , που υπηρέτησε ως διπλωμάτης της χώρας του στην οθωμανική αυτοκρατορία, έφτασε στην Κύπρο το Μάρτιο του 1815 και αναφέρει στο ημερολόγιό του, που εξεδόθη στο Λονδίνο στα 1820, πως πέρασε από το χωριό Τσέρι και το μεσημέρι έφτασε στο χωριό της Νήσου (Neson), όπου σταμάτησε για να γευματίσει. Ήταν, αναφέρει, ένα πολύ ωραίο χωριό, γεμάτο καρπερούς κήπους και χωράφια με βαμβάκι, αρδευόμενα από ένα βουνίσιο ρυάκι με άφθονο νερό που τα διασχίζει και περιβάλλεται από καστανόχρωμα βουνά, που σχηματίζουν μια ωραία αντίθεση με τις καλλιέργειες. Τελικά το εγκατέλειψε με λύπη.
Μια μαρτυρία κατοίκου αναφέρει ότι το 1821, κύριος του τσιφλικιού ήταν κάποιος ιερωμένος, ο οποίος μάλιστα απαγχονίστηκε κατά τα επεισόδια της 9ης Ιουλίου 1821 στη Λευκωσία, όταν δηλαδή οι Τούρκοι απαγχόνισαν τον Αρχιεπίσκοπο της Κύπρου, Κυπριανό, για να καθηλώσουν οποιοδήποτε εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα που θα σημειωνόταν στο νησί με κίνητρο την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης στον ελλαδικό χώρο.
Ο ιερωμένος λοιπόν εκτελέστηκε αλλά κινδύνευε άμεσα και ο γιος του. Τότε επενέβη έξυπνα και διπλωματικά ο Γάλλος Πρόξενος στην Κύπρο ( φράγκικης καταγωγής ) και πήρε στα χέρια του το τσιφλίκι μέσω του γιου του ιερωμένου (αναγκαστική αγορά ή χάρισμα;), για να τον γλιτώσει από τις σπάθες των Τούρκων. Σύμφωνα μ ’αυτήν τη μαρτυρία, από το 1821 μέχρι και το 1908, το τσιφλίκι βρισκόταν στα χέρια του Γάλλου Πρόξενου στην Κύπρο, γνωστού στους ντόπιους ως ο Φράγκος ή Βράγκος.
Αξιοσημείωτη είναι και η πληροφορία ότι κατά το 19ο αιώνα στην περιοχή της Νήσου, κατείχε τεράστια κτηματική περιουσία ο φράγκικος συνασπισμός των Λαπιέρ και Ματτέι.
Έτσι φτάνουμε στις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε , σύμφωνα με μαρτυρία ηλικιωμένου προσώπου της κοινότητας, ο Φράγκος που ήταν άτεκνος, διαλύει το τσιφλίκι και το υποθήκευσε σε Τράπεζα, στη Λευκωσία. Τότε ένας πλούσιος Κερυνειώτης με το όνομα Σαββίδης (κατά άλλους αναφέρεται το όνομα των Μιλιανίδιων) περνά το τσιφλίκι στην κατοχή του.
Όταν ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος ο Β′, γνωστός ως Κυριλλάτσος, που υπήρξε κάτοχος του αρχιεπισκοπικού θρόνου από το 1909 μέχρι το θάνατο του στα 1916, επισκέφτηκε το Πέρα Χωριό, κάθισε να ξεκουραστεί σε ένα καφενείο της εποχής που βρισκόταν απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας. Στη συνέχεια ρώτησε τους χωριανούς για να τους παράσχει κάποια οικονομική βοήθεια και αυτοί τον παρακάλεσαν να μεσολαβήσει για να περιέλθει το τσιφλίκι στα χέρια τους. Ο αρχιεπίσκοπος τα κατάφερε και το τσιφλίκι του Φράγκου περιήλθε στα χέρια 12 κατοίκων, χριστιανών τούτη τη φορά. Έτσι το τσιφλίκι του Φράγκου αρχίζει να διαμελίζεται και να περνά στα χέρια διαφόρων ντόπιων ιδιοκτητών. Αναφέρονται τα ονόματα των Βρίκκη, Χατζη – Παντελή, Χατζη – Ιωνά, Κωνσταντή Χ’’ Παπά, Γιαννή Παπουή, Ττοουγλή Παπουή, Αδάμου, Περίφημου.
Επειδή το έδαφος της Νήσου ήταν πολύ εύφορο, εκτός από το μεγαλοτσιφλίκι του Φράγκου, υπήρχαν ακόμα δυο μεγάλα τσιφλίκια που τα διοικούσαν Τούρκοι εφέντηδες και τα οποία πολύ πιθανόν να δόθηκαν σ’ αυτούς με την κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους (1570). Το ονόματα ιδιοκτητών που θα αναφερθούν αντιστοιχούν στα τελευταία 150 χρόνια.
Έτσι έχουμε το τσιφλίκι του Χατζιαλεφέντη που εκτείνεται από το κυπαρίσσι του Φράγκου προς τα δυτικά του χωριού και από εκεί αρχίζει το τσιφλίκι του Χατζιηκκιαμήλη που περιλαμβάνει την περιοχή του Αϊ - Γιώρκη και την πηγή καθώς και την τοποθεσία Δεκαπέντε Σκάλες. Φυσικοί κληρονόμοι του Χατζιάλεφέντη ήταν ο Ναζούμ εφέντης και η γυναίκα του Νιφιάνου, ο Ιζεπ – μπέης και ο Σιεφκιε – μπέης. Εύκολα μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι οι εκτάσεις των τσιφλικιών της Νήσου ακολουθούν την κοίτη του ποταμού Γιαλιά, από την περιοχή του Αϊ -Γιώρκη μέχρι και τα δαλίτικα, με απώτερο σκοπό βέβαια την εκμετάλλευση του ποταμού Γιαλιά. Το δίπατο σπίτι του Χατζιαλεφέντη βρισκόταν μέσα στην τοποθεσία Φιντανίκκιν, κοντά στα ερείπια της εκκλησίας της Παναγίας της Χρυσοπερότσας.
Οι πρώτες επίσημες απογραφές του πληθυσμού χρονολογούνται με την έναρξη της αγγλοκρατίας στην Κύπρο, στα 1878.
Για τη Νήσου, το 1881 οι κάτοικοι ήταν 471 που μειώθηκαν σε 237 το 1891. Το 1901 έφτασαν τους 287, το 1911 μειώθηκαν στους 279, το 1921 αυξήθηκαν στους 369, το 1931 σε γενικό σύνολο 376 κατοίκων οι 257 είναι Ελληνοκύπριοι και 119 Τουρκοκύπριοι. To 1946 έφτασαν τους 433 ( 314 Ελληνοκύπριοι και 119 Τουρκοκύπριοι), το 1960 ο πληθυσμός ανήλθε στους 474 ( 366 Ελληνοκύπριοι και 108 Τουρκοκύπριοι).
Μετά το 1964, ένεκα των διακοινοτικών ταραχών που ακολούθησαν την τουρκοκυπριακή ανταρσία, οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι του χωριού εγκατέλειψαν τον τόπο και μετακινήθηκαν σε άλλα αμιγή τουρκοκυπριακά χωριά, μέσα στα πλαίσια οδηγιών της Άγκυρας για τη δημιουργία στην Κύπρο ισχυρών τουρκοκυπριακών θυλάκων. Η απογραφή του 1973 έδειξε ότι στο χωριό υπήρχαν 455 κάτοικοι από τους οποίους οι 444 Ελληνοκύπριοι και 11 Τουρκοκύπριοι.
Μετά την τουρκική εισβολή, η Νήσου δέχεται ένα σημαντικό αριθμό προσφύγων και στη διοικητική της περιφέρειας ιδρύθηκαν συνοικισμοί αυτοστέγασης. Το 1976 οι κάτοικοι μαζί με τους εκτοπισμένους ανέρχονταν στους 718 που αυξήθηκαν στους 832 το 1982. Σήμερα οι κάτοικοι της Νήσου φτάνουν τους 1966 ( απογραφή 2011)