Πέρα Χωριό
Το Πέρα Χωριό είναι και αυτό χωριό της επαρχίας Λευκωσίας και βρίσκεται κτισμένο στα νότια του ποταμού Γιαλιά απέναντι από τη Νήσου.
Το Πέρα Χωριό φαίνεται να οφείλει την ονομασία του στη θέση του σε σχέση με τη Νήσου, ως το χωριό που βρίσκεται πέρα από τον ποταμό.
Φαίνεται ότι το φέουδο της Νήσου δεν αποτέλεσε μόνο γι’αυτή το ιστορικό πλέγμα των νεότερων χρόνων, αλλά αποτέλεσε και την αρχή του νήματος για την εξέλιξη της ιστορίας του Πέρα Χωριού από το μεσαίωνα και μετέπειτα.
Όπως υποστηρίχτηκε πιο πάνω, η Νήσου υπήρξε, στα πρώτα στάδια τουλάχιστον, η μητρόπολη του νέου οικισμού που έστειλε το πρώτο έμψυχο υλικό για τη δημιουργία του και στη συνέχεια πλαισιώθηκε από οικιστές από άλλα χωριά, που αποζήτησαν εργασία στο τσιφλίκι. Οι οικογενειακοί, περιουσιακοί, συναισθηματικοί δεσμοί των οικιστών – Περαχωριτών με τη μητρόπολη – Νήσου ήταν από την πρώτη στιγμή αδιάρρηκτοι και διατηρήθηκαν μέσα από τους αιώνες ανεξίτηλοι. Οι στενότατες σχέσεις ακόμα και σήμερα των δυο κοινοτήτων σε όλους τους κοινοτικούς και διοικητικούς τομείς είναι ατράνταχτη απόδειξη της ιστορικής εξέλιξης των δυο χωριών.
Το έδαφος του Πέρα Χωριού παρουσιάζει την ίδια γεωλογία με αυτή της Νήσου. Η έκταση του δε, φτάνει τις 6.456 σκάλες.
Η περιοχή που εκτείνεται από το μοναστήρι των Αγίων Αποστόλων προς το ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου πιστεύεται ότι αποτελούσε αρχαίο οικισμό. Η εικασία αυτή στηρίζεται στο ότι στην περιοχή αυτή βρέθηκαν πολλοί “ σπήλιοι ” (τάφοι). Αυτοί ανακαλύφτηκαν είτε τυχαία είτε κατόπιν εξορμήσεων από κατοίκους των χωριών, λόγω της αμάθειας και της φτώχειας δεν είχαν πολιτιστική συνείδηση, με αποτέλεσμα να ανοίγονται και να συλούνται αρχαία μνημεία, για να πουληθούν σε αρχαιοκάπηλους, Κύπριους και ξένους, για λίγες πενταροδεκάρες. Γνωστός υπήρξε ο Περίφημος, ο οποίος με μια μακριά σμίλη μήκους 2- 3 μέτρων έγινε ειδικός στον εντοπισμό τέτοιων αρχαίων τοποθεσιών και όπως μας αναφέρουν πρόσωπα που κουβέντιασαν μαζί του, έβρισκε διάφορα αγγεία και ακόμα σκελετούς που έφεραν διάφορα κοσμήματα. Ο Περίφημος φαίνεται να είχε οργώσει το λόφο Μούττη και Κουπέ και να είχε βρει αρκετά αρχαία. Αυτοί που δρούσαν πονηρά στον τομέα αυτό ήταν οι αρχαιοκάπηλοι γιατί ήταν οι μόνοι που γνώριζαν την πραγματική αξία των ευρημάτων. Οι φτωχοί χωρικοί το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να μπορέσουν να θρέψουν τα παιδιά τους και στη μικρή τους κοινωνία τους ζήλευαν για την ικανότητα τους να εντοπίζουν τους αρχαίους τάφους παρά να τους μέμφονται.
Σε μια άλλη περίπτωση αναφέρεται ότι σε ελαιώνα κοντά στο παλιό δημοτικό σχολείο, το υνί παρέσυρε στο πέρασμά του και έβγαλε στην επιφάνεια δυο μαρμάρινες πλάκες, που πιστεύεται ότι ήταν πλακόστρωτο δάπεδο αρχαίας κατοικίας.
Σε μεσαιωνικές πηγές δεν αναφέρεται το Πέρα Χωριό. Η έκταση του πρέπει να ανήκε στο φέουδο της Νήσου, όπως μας βοηθά η μαρτυρία του Βουστρώνιου.
Ο G. Jeffry ( 1918 μ.Χ. ) θεωρεί ότι κατά τα μεσαιωνικά χρόνια είναι πολύ πιθανόν να κατοικούσαν στην περιοχή οι πάροικοι της Νήσου που εργάζονταν στο μεγάλο φέουδο και το αρχοντικό των Φράγκων ευγενών. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από πληροφορίες που μας έδωσαν σύγχρονοι ηλικιωμένοι κάτοικοι, σχετικά με ονόματα παλιών οικογενειών που έφτασαν στη Νήσου από διάφορα χωριά, για να βρουν εργασία στο φέουδο. Τα ονόματα αυτά πρέπει να τα θεωρήσουμε ως γενεές και όχι να τα ταυτίσουμε με σύγχρονες οικογένειες που φέρουν τα ονόματα που ακολουθούν. Ίσως μάλιστα μερικά ονόματα να εκλείπουν σήμερα ή και κάποια να μην έφτασαν σε μας , για ευνόητους λόγους :
-
Οικογένεια Γιαννή Καυκαλιά από Λυθροδόντα.
(Λέγεται πως ο ίδιος ο Γιαννής κατάφερε να πολλαπλασιάσει τα πρόβατά του και να τα ανεβάσει στον αριθμό 1000 ( χίλια ), με αποτέλεσμα να γίνει κάτοχος της χρυσής κουδούνας, δείγμα πλούσιου ανθρώπου για την εποχή εκείνη). - Οικογένεια Κυριάκου Κούσουλου από Αγία Βαρβάρα.
- Οικογένεια Κακουλλή Τριλλίδη από το Τσέρι.
- Οικογένεια Ττοφή Γιαννή από Ακανθού.
- Οικογένεια Μιχαήλ Χ’’ Κακουλλή από το Τσέρι.
- Οικογένεια Θεοδούλου Κόλοκου.
- Οικογένεια Λευτέρη Δεληγιάννη από Αθηένου.
- Οικογένεια Προκομμένου από Αγία Βαρβάρα.
- Οικογένεια Κινέζων.
- Οικογένεια Κουρουνάδων.
- Οικογένεια Καμμά.
- Οικογένεια Κουτσο – Μιχαήλη ( Ζαντήρα ) από Λυθροδόντα.
Αν θεωρήσουμε λοιπόν ότι κάποιοι μακρινοί τους πρόγονοι, από τους πιο πάνω, ήρθαν για εξεύρεση εργασίας στο φέουδο και αναμείχτηκαν με τους ντόπιους και έφτιαξαν οικογένειες, δημιούργησαν σιγά σιγά το Πέρα Χωριό. Κάτι που δεν πρέπει να αφήσουμε απαρατήρητο είναι το γεγονός ότι στο Πέρα Χωριό δεν υπήρχαν πολλοί Τουρκοκύπριοι.
Η παράδοση αναφέρει ότι η Αγία Μαρίνα, με την ομώνυμη εκκλησία της στο χωριό, δεν ήθελε τους Τουρκοκύπριους που ήταν αλλόθρησκοι ( μουσουλμάνοι ) και αν κάποιος ερχόταν απ' αυτούς για μόνιμη εγκατάσταση, του φανερωνόταν στον ύπνο του και του έκανε συστάσεις για να εγκαταλείψει το χωριό.
Στη “Μεγάλη Κυπριακή εγκυκλοπαίδεια” ( τόμος 11, σελίδα 265) υπάρχει καταγραμμένη η ακόλουθη άποψη για το όλο θέμα και την οποία αναφέρουμε ως έχει:
“Η άποψή μας είναι ότι πιθανότατα ο οικισμός του Πέρα Χωριού ιδρύθηκε μετά την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου (1570 – 1571 μ.Χ. ), όταν πλέον στον οικισμό της Νήσου εγκαταστάθηκαν και αρκετοί Τούρκοι. Οι εγκατασταθέντες Τούρκοι φαίνεται ότι είχαν εκτοπίσει Έλληνες κατοίκους της Νήσου, αρκετοί από τους οποίους εγκαταστάθηκαν τότε σε κτήματα πέραν του ποταμού, σχηματίζοντας εκεί ένα νέο οικισμό, το Πέρα Χωρκόν. Γι’αυτό το χωριό είναι αμιγώς ελληνικό, ενώ η γειτονική Νήσου ( που απαντάται σε μεσαιωνικές πηγές ) είναι μεικτό χωριό.”
Εάν δεχτούμε την άποψη αυτή, αναφύεται το ερώτημα γιατί οι Τούρκοι απέφευγαν να επεκταθούν οικιστικά ή ακόμα και περιουσιακά ( ίσως με εξαίρεση κάποιες μονάδες ) στο νέο οικισμό ; Ποιοι λόγοι συνέβαλαν στη δημιουργία αυτής της τάσης των Τούρκων της Νήσου; Γνωρίζουμε ήδη ότι το μεγάλο τσιφλίκι πρέπει να επεκτεινόταν και στα προάστια της Νήσου. Μεταξύ των νεοφερμένων Τούρκων, που όπως και να το κάνουμε ήταν οι κατακτητές και οι άδικοι για τους Ελληνοκύπριους, αφού με διάφορους τρόπους εξαναγκασμού πέρασαν στα χέρια τους ικανό αριθμό περιουσίας των Ελλήνων, προσπάθησαν να πλαισιώσουν όσο το δυνατό εδαφικά πλησιέστερα το αρχοντικό με τον αγα – διοικητή, για να απολαμβάνουν την ασφάλεια από τυχόν κινδύνους που θα μπορούσαν να προκύψουν από τους κατακτημένους ( έστω και σε επίπεδο ατομικών διαφορών και μικροσυμπλοκών ). Εξάλλου, δεν ήταν τυχαίο που οι Τούρκοι μετονόμασαν τη Νήσου “ φρουρό του κάστρου ” Disdar Keuy, γιατί αυτοί οι νεοφερμένοι αποτελούσαν τη στενή φρουρά του αρχοντικού σε ώρα κινδύνου.
Επίσης δεν πρέπει να μας διαφεύγει παράλληλα και το γεγονός ότι η Νήσου υπερέχει ως προς την αφθονία του νερού και την ευφορία του εδάφους σε σύγκριση με το Πέρα Χωριό. Οπωσδήποτε θα ήταν και αυτός ένας σοβαρός παράγοντας, καθώς και το ότι οι νεοφερμένοι Τούρκοι βρήκαν και έτοιμη καλλιεργήσιμη γη με όλα τα τότε μέσα για την καλύτερη εκμετάλλευσή της.
Ο νέος οικισμός του Πέρα Χωριού για να καταστεί γεωργικά εκμεταλλεύσιμος χρειαζόταν οπωσδήποτε εργατικά χέρια και χύσιμο αρκετού ιδρώτα, καθώς και υποτυπώδες αρδευτικό σχέδιο και όλα τα σχετικά. Καθόλου δηλαδή εύκολη υπόθεση για κάποιον που θα του παρεχωρείτο, έστω και δικαιωματικά, ένα κομμάτι χέρσας γης.
Οι Έλληνες και Τούρκοι μισταρκοί της Νήσου που εγκαταστάθηκαν στο Πέρα Χωριό έπρεπε να αγωνιστούν για να ζήσουν. Έτσι λοιπόν απέφευγαν να επεκταθούν έξω από τα στενά όρια του τσιφλικιού και για λόγους ασφάλειας, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, πράγμα το οποίο απέβη μια καθεστηκυία κατάσταση, με πολύ μικρές εξαιρέσεις κατά καιρούς. Οι κάτοικοι , βέβαια, αυτή τη “ σιωπηρά συμφωνημένη κατάσταση ” την απέδωσαν μέσα από τις θρησκευτικές τους διαφοροποιήσεις.
Εξάλλου, οι σύγχρονοι κάτοικοι αναφέρουν ότι πέραν από το Γιαλιά κτίστηκαν αρχικά (το μεσαίωνα;) τα παραπήγματα και οι μάντρες των κατοίκων της Νήσου που ήταν “μισταρκοί” των εφέντηδων και δεν αποκλείεται με την εγκατάσταση των Τούρκων στο χωριό ( τουρκική κατάκτηση της Κύπρου το 1570 – 1571 μ.Χ. ), μερικοί κάτοικοι εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Νήσου είτε γιατί εκδιώχθηκαν με τη βία είτε γιατί δημεύτηκε η περιουσία τους στο κράτος που έπεσε στα τούρκικα χέρια είτε την έχασαν εξαιτίας της τοκογλυφίας από τους Τούρκους εφέντηδες. Κατ’αυτό τον τρόπον είναι πολύ πιθανόν να άρχισε να σχηματίζεται ένας νέος οικισμός, το Πέρα Χωριό.
Από τα πολύ παλιά χρόνια Τούρκοι και Έλληνες ζούσαν αρμονικά στα δύο χωριά μας. Όπως αναφέρουν παλιοί συγχωριανοί μας, μερικοί Τουρκοκύπριοι ζούσαν και στο Πέρα Χωριό, σε γειτονιά κοντά στην Αγία Μαρίνα. Γι’ αυτό εξάλλου υπάρχει και το κοιμητήριο δίπλα από το Α’ Δημοτικό Σχολείο. Σιγά – σιγά όμως αυτοί εγκατέλειψαν το χωριό και μετοίκησαν στη Νήσου, όπου ζούσαν πάρα πολλοί ομόθρησκοι τους.
Στη Νήσου όπου σχεδόν ο μισός πληθυσμός ήταν Τουρκοκύπριοι, οι κάτοικοι ζούσαν μεταξύ τους σε συνθήκες φιλίας και συνεργασίας. Οι Τουρκοκύπριοι, αρμονικά ενταγμένοι στη μικρή κοινωνία του χωριού, ζούσαν ειρηνικά δίπλα από τους Ελληνοκύπριους. Το 1931 σε σύνολο 376 κατοίκων οι Ελληνοκύπριοι ήταν 257 και οι Τουρκοκύπριοι 119. Οι Τουρκοκύπριοι της Νήσου είχαν στην κατοχή τους πάρα πολλή και εύφορη γή (κατάλοιπα από την Τουρκοκρατία ) και έτσι ζούσαν κάτω από ευνοϊκές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Όλοι θυμούνται τον Ττασίν, στον οποίο ανήκε το μεγάλο διώροφο σπίτι δίπλα από τον μιναρέ ή τον Χισνί και άλλους που χαρακτηρίζονταν ως “ πλούσιοι τσιφλικάδες ”.
Την εποχή εκείνη, των αρχών του 20ου αιώνα, οι δύο εθνότητες συνυπήρχαν και συζούσαν αρμονικά, μακριά από οποιεσδήποτε πολιτικές ή εθνικιστικές σκοπιμότητες. Οι παλιοί κάτοικοι της Νήσου και του Πέρα Χωριού αναφέρουν συχνά ότι οι Τουρκοκύπριοι πήγαιναν σε γάμους Ελληνοκυπρίων και σε Χριστιανικά πανηγύρια και γλεντούσαν όλοι μαζί. Το ίδιο έκαμναν και οι Ελληνοκύπριοι στους γάμους των Τουρκοκυπρίων, όπου πήγαιναν στα καφενεία τους για να ακούσουν το νταούλι και το ζουρνά. Συχνά αναφέρεται ότι όταν γινόταν ένας γάμος Ελληνοκυπρίων, οι Τουρκοκύπριοι βοσκοί φύλαγαν τα πρόβατα των Ελληνοκυπρίων για να μπορούν αυτοί να διασκεδάσουν στο γλέντι, χωρίς την έγνοια του κοπαδιού. Το ίδιο γινόταν τα Χριστούγεννα και το Πάσχα όταν οι Χριστιανοί πήγαιναν στην Εκκλησία. Φυσικά οι Ελληνοκύπριοι ανταπέδιδαν την υποχρέωση σε άλλες περιπτώσεις, κυρίως στο μπαϊράμι των Τουρκοκυπρίων.
Τα παιχνίδια των παιδιών στις γειτονιές ήταν κοινά πολλές φορές, και οι γειτόνισσες αντάλλασσαν άφοβα επισκέψεις για ψιλοκουβέντα, ιδιαίτερα τις κρύες νύκτες του Χειμώνα ή τα μακρινά Καλοκαιριάτικα απογεύματα στα “ στενά ”. Συχνά οι Τουρκοκύπριες πρόσφεραν τα περίφημα τούρκικα γλυκά στις συγχωριανές τους.
Στα παλαιότερα χρόνια ( πριν από το 1960 ) υπήρχε η συνήθεια όταν μια μάνα αρρώσταινε ή έπρεπε να απουσιάσει για κάποιο λόγο, μια ξένη γυναίκα θήλαζε το παιδί της. Αναφέρονται περιπτώσεις στα χωριά μας, που Ελληνοκύπρια θήλαζε το παιδί Τουρκοκυπρίας ή το αντίθετο. Μάλιστα για τους Τουρκοκύπριους αυτό ήταν πολύ σπουδαία πράξη και θεωρούσαν ότι το παιδί που βύζαξαν ήταν και δικό τους παιδί και σύστηναν σ’ αυτό, όταν μεγάλωνε, να μη γυρέψει να παντρευτεί το πραγματικό παιδί της Τουρκοκυπρίας γιατί ήταν σαν τ’ αδέλφια. Βέβαια ανάμεσα στις δύο κοινότητες υπήρχε η σοβαρή διαφορά της θρησκείας που για να γίνει ένας μικτός γάμος έπρεπε ο ένας από τους δύο να αλλάξει την πίστη του, γι’ αυτό και τέτοιοι γάμοι ήταν πολύ σπάνιοι.
Στη Νήσου αναφέρεται η περίπτωση χριστιανής που αγάπησε κάποιο μουσουλμάνο, οι οποίοι συζούσαν χωρίς να παντρευτούν. Οι οικογένειες τους, αποδέκτηκαν τη συμβίωση αυτή, από την οποία προέκυψαν και δύο παιδιά.
Ζούσαν λοιπόν αρμονικά Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι στη Νήσου, όπως βέβαια και σε ολόκληρη την Κύπρο μέχρι που οι πολιτικές σκοπιμότητες των Άγγλων επιδίωξαν και κατάφεραν να εμπλέξουν την Τουρκία στα Κυπριακά πράγματα και εφαρμόζοντας το δόγμα του “ διαίρει και βασίλευε ” κατόρθωσαν να σπείρουν το μικρόβιο της διχόνοιας ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο εξελίχτηκαν διάφορα περιστατικά αντιπαράθεσης όπως και στην υπόλοιπη Κύπρο, μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Βέβαια δεν εξέλιπαν και οι προσωπικές αντιπαραθέσεις όπως η περίπτωση του καυγά που εξελίχτηκε μεταξύ του Χριστόδουλου Παπουή και του Τζαμάλη, το 1922 .
Ο Τζαμάλης, παλλικαράς και νταής, ήταν βοσκός και είχε την μάντρα του στο λόφο του Αγίου Ευτυχίου. Κοντά στο τρεξιμιό συνάντησε τον Κατσιαντώνη, ένα φιλήσυχο βοσκό, και άρχισε να τον περιπαίζει. Ο Χριστόδουλος Παπουής βλέποντας τον Τζαμάλη με τους μισταρκούς του Σιεφκή, Ντιγκιζούι και Χιλμή, να κοροϊδεύουν τον Κατσιαντώνη θέλησε να τον υπερασπιστεί, όμως η υπόθεση εξελίχτηκε σε καυγά ανάμεσα στους δύο, οι οποίοι κατέληξαν στον αστυνομικό σταθμό του Δαλιού, όπου “ Τσιαούσιης ” ( λοχίας ) ήταν ο Ιμπραήμ. Οι Παπουήδες απείλησαν με ανατίναξη του σταθμού αν ο Λοχίας κρατούσε τους δικούς τους στο σταθμό και έτσι η υπόθεση κατέληξε στο δικαστήριο της Λευκωσίας όπου ο Παπουής πλήρωσε πρόστιμο 6( έξι ) Λίρες.
Κυρίως μετά την κατάλυση του αποικιοκρατικού καθεστώτος στο νησί, Βρετανοί και Τούρκοι κατάφεραν να δημιουργήσουν κλίμα μίσους και διχόνοιας, με αποτέλεσμα πολλές φορές οι δύο πλευρές να φτάσουν σε ακρότητες με εμπρησμούς, συλλήψεις και καταστροφές περιουσιών. Με απειλές και εκβιασμούς η Άγκυρα και οι εδώ ηγέτες τους εξανάγκασαν τον Τουρκοκυπριακό πληθυσμό να εγκαταλείψει τα σπίτια του στις διάφορες περιοχές της Κύπρου και να εγκατασταθεί στους θύλακες χωριά που έγιναν αμιγώς Τουρκοκυπριακά.
Έτσι και οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι της Νήσου, εγκαταλείπουν τις περιουσίες τους το 1963 και εγκαθίστανται στους γύρω “ θύλακες ” της περιοχής. Κάποιοι από αυτούς παρέμειναν μέχρι και το 1974 , οπότε εγκατέλειψαν οριστικά το χωριό τους για να εγκατασταθούν στην κατεχόμενη Κύπρο, πρόσφυγες κι αυτοί στη δική τους πατρίδα.
Τα γεγονότα του 1974 υπήρξαν το επιστέγασμα του διαχωρισμού των δύο Κοινοτήτων και η επιβράβευση των σχεδίων τόσο της Βρεττανίας όσο και της Τουρκίας.
Όπως ακριβώς και στην περίπτωση της Νήσου, έτσι και για το Πέρα Χωριό, τα πρώτα επίσημα στοιχεία απογραφής του πληθυσμού ανάγονται στα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας. Το 1881 οι κάτοικοι ήταν 356 ( λιγότεροι κάτοικοι συγκριτικά με το αντίστοιχο έτος για τη Νήσου που ήταν 471 ). Το 1891 μειώθηκαν σε 286 αλλά αυξήθηκαν στους 345 το 1901, στους 367 το 1911, στους 420 το 1921, στους 465 το 1931, στους 566 το 1946, το 1960 ανήλθαν στους 785 και στους 824 το 1973. Μετά την τουρκική εισβολή το χωριό δέχτηκε ένα μεγάλο αριθμό προσφύγων και δημιουργήθηκαν συνοικισμοί αυτοστέγασης. Το 1976 οι κάτοικοι μαζί με τους πρόσφυγες έφτασαν τους 1071 που αυξήθηκαν σε 1650 το 1982. Σήμερα οι κάτοικοι της Νήσου φτάνουν τους 2679 (απογραφή 2011)
Μετά τα τραγικά γεγονότα του 1974, 200.000 άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να βρουν προστασία στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου , ως πρόσφυγες. Αρκετοί από αυτούς βρήκαν καταφύγιο στο Πέρα Χωριό και στη Νήσου.
Οι πρόσφυγες που είναι εγκατεστημένοι σήμερα στο Πέρα Χωριό και τη Νήσου ανέρχονται γύρω στους 1750 και αποτελούν περίπου το 38% του πληθυσμού των χωριών μας. Προέρχονται δε, από 72 διαφορετικά χωριά και πόλεις της κατεχόμενης Κύπρου, τα οποία παραθέτουμε πιο κάτω: Παλαίκυθρο, Πυρόι, Τράχωνας, Βατυλή, Μαραθόβουνος, Έξω Μετόχι, Τύμπου, Άγιος Παύλος, Αγκαστίνα, Κλεπίνη, Ομορφίτα, Γερόλακκος, Μόρφου, Τραχώνι Κυθραίας, Μια Μηλιά, Καλό Χωριό Καπούτι, Κυθραία, Κάτω Ζώδια, Βώνη, Νεάπολη, Γέναγρα, Λύση, Μακράσυκα, Βασίλι, Αγία Τριάδα, Λευκόνοικο, Άσσια, Πηγή, Πραστειό Μόρφου, Λιμνιά, Τρίκωμο, Χάρτζια, Παλιόσοφος, Βουνό, Καραβάς, Πάνω Δίκωμο, Κάτω Δίκωμο, Άγιος Αμβρόσιος, Πέλλαπαϊς, Λάπηθος, Κορμακίτης, Συγχαρί, Ριζοκάρπασο, Συριανοχώρι, Καλοψίδα, Νέο Λιβάδι Μόρφου, Άγιος Νικόλαος Αμμοχώστου, Κοντέα, Αυλώνα, Αφάνεια, Αγία Μαρίνα Σκυλλούρας, Τρεμετουσιά, Κερύνεια, Καλογραία, Φτέρυχα, Φιλιά, Κυρά, Κατωκοπιά, Καϊμακλί, Πεντάγεια, Τρυπημένη, Βοκολίδα, Καρακούμι, Στρογγυλός, Άγιος Βασίλειος, Αμμόχωστος, Άγιος Επίκτητος, Αγία Ειρήνη Κερύνειας, Πραστειό Αμμοχώστου, Βασίλεια, Βαβυλάς, Λάρνακας Λαπήθου.
Με βάση τους εκλογικούς καταλόγους του 2013 oι εκτοπισμένοι ψηφοφόροι που διαμένουν στις κοινότητες Πέρα Χωριού και Νήσου ανέρχονται σε 1364 και αποτελούν το 37.89 % του συνολικού αριθμού των ψηφοφόρων.
Αμέσως μετά την εισβολή του 1974 αρκετοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε τουρκοκυπριακά σπίτια στη Νήσου και άλλοι φιλοξενήθηκαν από αυτόχθονες κατοίκους. Η ιδιαίτερα πλεονεκτική γεωγραφική θέση του Πέρα Χωριού και της Νήσου, η απόφαση της κυβέρνησης για δημιουργία συνοικισμών, η φιλική στάση των αυτοχθόνων προς τους πρόσφυγες ήταν στοιχεία που τους ώθησαν να παραμείνουν στο χωριό και να ξαναφτιάξουν εδώ τη ζωή τους. Χρόνο με το χρόνο, οι πρόσφυγες που έρχονταν για να εγκατασταθούν στα χωριά μας ολοένα και αυξάνονταν. Σύντομα ενσωματώθηκαν με τους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού. Στα σχολεία, στις εκκλησίες, στα καφενεία, στα γήπεδα, στα σωματεία αυτόχθονες και πρόσφυγες ζουν πλάι πλάι και δημιουργούν μεταξύ τους φιλικούς δεσμούς.
Μετά από 40 χρόνια συμβίωσης υπάρχουν πολλά στοιχεία που τους δένουν. Σ’ αυτό βοήθησαν και οι πολλοί γάμοι που έγιναν μεταξύ των αυτοχθόνων και των προσφύγων κατοίκων. Με τα συμπεθεριά οι σχέσεις τους έγιναν ακόμα πιο στενές. Σήμερα ένα μεγάλο ποσοστό των παιδιών των προσφύγων παντρεύονται και παραμένουν εδώ.
Η εγκατάσταση εδώ θεωρείται προσωρινή γιατί σίγουρα δεν μπορεί να συγκριθεί με το δικό τους χωριό. Ο πόθος για επιστροφή στις πατρογονικές τους εστίες παραμένει αναλλοίωτος όσα χρόνια κι’ αν περάσουν.