Αξιοθέατα στις Κοινότητες μας
Ο σημαντικός αριθμός εκκλησιών και κυρίως η αρχαιολογική αξία του κάθε μνημείου στα χωριά μας, μαρτυρούν το έντονο θρησκευτικό αίσθημα των κατοίκων των κοινοτήτων καθώς επίσης και την πολύχρονη ιστορία της περιοχής. Η αρχαιολογική ιστορία του κάθε μνημείου και οι παραδόσεις που τη συνοδεύουν, μεταφέρονται από γενιά σε γενιά και διατηρούν ζωντανά τα μνημεία αυτά στη ζωή των σημερινών κατοίκων των δυο κοινοτήτων.
Είναι κτισμένο σ’ ένα μικρό λόφο, στα δυτικά του χωριού, και χρονολογείται από το 12ον αιώνα μ.Χ.
Ανήκει στον τύπο του μονόχωρου σταυροειδούς ναού με τρούλο. Έχει κάτοψη ορθογώνιου σχήματος, με εσωτερικές διαστάσεις 6,35 x 4,20 μ., με ημικυκλική την αψίδα του ιερού ( 1,85μ. ακτίνα ), που εμφανίζεται και εξωτερικά ως ημικυκλική. Η κάλυψη του ναού γίνεται με ένα κατά μήκος κυλινδρικό θόλο, στο μέσο του οποίου υψώνεται ο τρούλος. Ο κατά πλάτος θόλος έχει συμπτυχθεί και εμφανίζεται με την μορφή τόξων, που μαζί με τον κατά μήκος θόλο στηρίζουν τον τρούλο. Στην διασταύρωση των θόλων εμφανίζονται 4 πεσσοί, οι οποίοι ενσωματώνονται στους πλάγιους τοίχους, λόγω του μικρού μήκους των πλάγιων κεραιών του σταυρού. Ο τρούλος έχει χαμηλωμένο, σχεδόν κωνικό σχήμα, χωρίς τύμπανο και παράθυρα. Χαρακτηριστικό είναι το ακανόνιστο που διακρίνει τις αρχιτεκτονικές μορφές και σχήματα, όπως η ακανόνιστη κυκλική βάση του τρούλου και τα ασύμμετρα τόξα που τον στηρίζουν. Τα σφαιρικά τρίγωνα (λοφία) που μεταβιβάζουν τα φορτία του τρούλου στους θόλους είναι επίσης ακανόνιστου σχήματος. Εξωτερικά οι κεραίες του σταυρού καθώς και ο χαμηλωμένος τρούλος καλύπτονται με κεραμίδια. Το ίδιο γίνεται και στην αψίδα του ιερού. Τονίζεται βέβαια ότι τα κεραμίδια τοποθετήθηκαν μετά το 1953, για λόγους προστασίας του ναού από τις καιρικές συνθήκες.
Στο ναό υπάρχουν τρεις είσοδοι, στα βόρεια, στα νότια και στα δυτικά, με ημικυκλικό φεγγίτη η καθεμιά, που καλύπτεται με διακοσμητικά γύψινα θωράκια, που εδράζονται στα ξύλινα ανώφλια των θυρών. Πάνω από κάθε είσοδο υπάρχει στενό μονόλοβο τοξωτό παράθυρο. Τα τρία αυτά παράθυρα καθώς και ο φεγγίτης της βόρειας εισόδου κλείστηκαν εσωτερικά, πιθανόν όταν τοιχογραφήθηκε ο ναός, ενώ το παράθυρο της δυτικής πλευράς ανοίχτηκε κατά την ανοικοδόμηση του τοίχου από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, όταν κάποια στιγμή είχε καταρρεύσει, όπως αναφέρει σε άρθρο του ο ιερέας Ανδρέας Βορκάς, θεολόγος και εφημέριος στην ενορία του Πέρα Χωριού. Ο ναός τέθηκε υπό την προστασία του Τμήματος Αρχαιοτήτων από το 1940, ενώ από το 1946 άρχισαν εργασίες συντήρησής του.
Οι τοίχοι του ναού είναι κτισμένοι με πέτρα της περιοχής και έχουν πλάτος περίπου 0,68μ. Τα ανακουφιστικά ημικυκλικά τόξα των ανοιγμάτων διαμορφώνονται με ψημένα συμπαγή τούβλα, ενώ τα κουφώματα και τα ανώφλια τους είναι ξύλινα. Στις στέγες υπάρχουν κεραμίδια βυζαντινού τύπου, ενώ τα κροδώματα διαμορφώνονται με πλάκες που προεξέχουν από τους τοίχους. Εσωτερικά το δάπεδο αποτελείται από μεγάλες ακανόνιστες πλάκες, ενώ το ιερό είναι υπερυψωμένο σε σχέση με τον υπόλοιπο χώρο. Πριν μερικά χρόνια η επιτροπή της εκκλησίας προχώρησε στην κατασκευή καμπαναριού, με λαξευτή πέτρα, το οποίο όμως απομακρύνθηκε το Δεκέμβριο του 1998, από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, κατά τις εργασίες συντήρησης του ναού.
Πέρα από τη λιτή αρχιτεκτονική του έκφραση, χαρακτηριστική της εποχής του 12ου αιώνα στην Κύπρο, ο ναός είναι πολύ πλούσιος όσον αφορά τη ζωγραφική του διακόσμηση.
Για τις τοιχογραφίες του, που αποτελούν ωραιότατα δείγματα βυζαντινής τέχνης στην Κύπρο, κάνουν αναφορά πάρα πολλοί μελετητές / αρχαιολόγοι / περιηγητές, όπως ο G. Jeffery (1918), ο W.H. Buckler (1946), ο R. Gunnis (1936), ο Α.Η.S. Megaw σε εκτενέστατο άρθρο του, όπου περιγράφει με λεπτομέρεια το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού (1962), ο Γ. Σωτηρίου, οι Α. και J. Στυλιανού (1985) κτλ. Όπως αναφέρει στο άρθρο του ο ιερέας Ανδρέας Βορκάς αλλά και άλλοι μελετητές, οι τοιχογραφίες και το όλο εικονογραφικό πρόγραμμα έχει τυπικά γνωρίσματα της τεχνοτροπίας του 12ου αιώνα, με τα θέματα να αναπτύσσονται έντεχνα στις αρχιτεκτονικές επιφάνειες και τις μορφές των αγίων να αναδεικνύονται με επιτυχία σε αυτές.
Στον τρούλο αλλά και σε όλο το ναό κυρίαρχη μορφή είναι ο Παντοκράτωρ Χριστός, “αυστηρός αλλά και πράος” με τις αγγελικές τάξεις στη δεύτερη κατώτερη ζώνη να τον περιβάλλουν σε στάση δέησης, με την Παναγία στο μέσο τους.
Στα σφαιρικά τρίγωνα (λοφία), αντί των 4 ευαγγελιστών εικονίζεται η Παναγία και ο Αρχάγγελος Γαβριήλ στα δυο ανατολικά, όπου συμβολίζεται ο Ευαγγελισμός, ενώ στα άλλα δυο εικονίζονται τα Σεραφείμ.
Στην αψίδα του Ιερού κυριαρχεί η Πλατυτέρα, η Αγία μορφή της Παναγίας σε στάση δέησης, που κρατά το Χριστό παιδί στο στήθος, με τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο να στέκονται δεξιά και αριστερά της, ως προστάτες του ναού, εικονογράφηση αρκετά ασυνήθιστη, αφού συνήθως συνοδεύουν τη μορφή της Πλατυτέρας οι Αρχάγγελοι Γαβριήλ και Μιχαήλ.
Ο υπόλοιπος χώρος στην αψίδα διαμορφώνεται σε δυο ζώνες, με δυο μορφές του Χριστού να προσφέρει σε έξι Αποστόλους, σε κάθε πλευρά, τα Άχραντα Mυστήρια της Mετάληψης στην πρώτη ζώνη και έξι επισκόπους στην κατώτερη, με τον Άγιο Λάζαρο, τον πρώτο επίσκοπο Κιτίου, σε κυρίαρχη θέση ανάμεσά τους. Κάτω από τα παράθυρα είναι δυο στηθάρια με προτομές του Αποστόλου Βαρνάβα και του Αγίου Επιφανίου. Στο Iερό Bήμα αλλά και στον υπόλοιπο ναό, η εικονογράφηση συμπληρώνεται με μορφές και προτομές άλλων αγίων και επισκόπων, μορφών από την Παλαιά Διαθήκη, σκηνών από την Παλαιά αλλά και την Καινή Διαθήκη. Οι ευαγγελικές σκηνές έχουν κανονική σταυρική διάταξη στο ναό, με τη Γέννηση στο νότιο τοίχο πλήρωσης του τόξου, την Υπαπαντή και τη Βάπτιση πάνω από τη νότια είσοδο και τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο στη κατώτερη ζώνη, καθ’ ύψος της εισόδου.
Στο βόρειο τοίχο εικονιζόταν η Ανάσταση, τοιχογραφία που έχει καταστραφεί και στο μέσο η Κοίμηση της Θεοτόκου.
Στην ανατολική καμάρα, πάνω από το ιερό, εικονίζεται η Ανάληψη. Στη δυτική καμάρα πρέπει να εικονιζόταν η Πεντηκοστή, που έχει καταστραφεί. Σε όλες τις υπόλοιπες επιφάνειες σώζονται μορφές αγίων και στηθάρια με προτομές, άλλες σε καλή κατάσταση και άλλες σχεδόν καταστρεμμένες.
Το περιτείχισμα του ναού είναι μεταγενέστερο. Κτίστηκε το 1914, όταν κοινοτάρχης του χωριού διατελούσε ο Κώστας Αρακλείτης. Κοντά στο ναό, στη βόρεια πλευρά του, υπάρχουν ερείπια που πιθανόν να ήταν μοναστηριακά κτίσματα. Στα 1913, ο περίβολος του ναού μετατρέπεται σε νεκροταφείο με πρώτο ενταφιασθέντα το γερο-Ζαντήρα.
Το Τμήμα Αρχαιοτήτων έχει υπό την επίβλεψή του τους θησαυρούς των Αγίων Αποστόλων και τους συντηρεί κατά καιρούς. Τονίζεται όμως ότι χρειάζεται απαραίτητα η ουσιαστικότερη συντήρηση και προστασία τους, προσπάθεια που πρέπει να εντείνουν οι κάτοικοι των κοινοτήτων μας σε συνεργασία με το αρμόδιο τμήμα.
Είναι επιτακτική η ανάγκη όχι μόνο για τις κοινότητες αλλά και για ολόκληρη την Κύπρο, αυτός ο ναός να προστατευτεί όσο γίνεται καλύτερα. Απαιτείται να γίνει μια ολοκληρωμένη μελέτη αναδιαμόρφωσης του ναού, αλλά και του εξωτερικού χώρου του, ώστε το μνημείο να αναδεικνύεται όσο το δυνατό καλύτερα.
Το πολύ σημαντικό αυτό μνημείο συνοδεύουν πάρα πολλές παραδόσεις, μερικές από τις οποίες προσπαθήσαμε να μεταφέρουμε πιο κάτω, συνομιλώντας με παλιούς κατοίκους των κοινοτήτων μας.
Σύμφωνα με την παράδοση, μια γυναίκα του χωριού πήγε στον κοντινό αυτό λόφο για να ξεριζώσει θάμνους για προσάναμμα και εκεί που ασχολείτο, κτύπησε η αξίνα της στο σταυρό του τρούλου του ναού.
Μια άλλη παράδοση αναφέρει ότι, όταν ο ναός πρωτοκτίστηκε, λειτούργησε ως μοναστήρι με ηγούμενο και καλόγηρους. Το γεγονός ότι μέχρι και σήμερα η περιοχή ονομάζεται «μοναστήρι» ή «μοναστήρκα» ενισχύει αυτή την παράδοση.
Ακόμα αναφέρεται ότι κάτω από το ναό υπάρχουν τα θεμέλια άλλου αρχαιότερου ναού, όπου είναι θαμμένα μια χρυσή κορώνα και χρυσοκέντητα ιερά άμφια.
Φαίνεται από αρκετές μαρτυρίες κατοίκων ότι αυτές οι παραδόσεις έχουν κάποιο ιστορικό υπόβαθρο. Πολλοί περιηγητές επισκέφτηκαν το ξωκλήσι κατά καιρούς, ιδιαίτερα στα παλιά χρόνια, και κάποιοι απ' αυτούς προέβαιναν σε έρευνες στο χώρο του ναού, παίρνοντας κατά πάσα πιθανότητα μαζί τους αξιόλογα αντικείμενα.
Ο μακαρίτης Σταυρής Κουνούπης, που διετέλεσε και ψάλτης και επέδειξε για χρόνια ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα θρησκευτικά ζητήματα της κοινότητάς μας, μας ανέφερε ότι κάποιος περιηγητής ζητούσε το κλειδί των Δώδεκα Αποστόλων, προφασιζόμενος θρησκευτικό ενδιαφέρον. Από καλοσύνη και φιλοξενία ο γερο-Σταυρής όχι μόνο τον βοήθησε αλλά και τον οδήγησε στο χώρο του ναού. Αφού ο ξένος θαύμασε το οικοδόμημα και πήρε τις σχετικές φωτογραφίες, ζητούσε επίμονα να του παραχωρηθεί το κλειδί για να διανυχτερεύσει μέσα στο ξωκλήσι. Ο γερο-Σταυρής του εξήγησε (με νοήματα και μερικές εγγλέζικες λέξεις) ότι αυτό αποτελούσε ιεροσυλία και ήταν αδύνατο.
Μάλιστα ο γέρος, με σπινθηροβόλα μάτια, μας εξομολογείται ότι:
" Είντα ενόμισεν ότι εν εκατάλαβα τους σκοπούς του ο αφιλότιμος, τζ΄ήτουν να μου γελάσει ότι έχελεν να τζοιμηχεί μέσα στην εκκλησιάν; Νεν τζοιμηχεί μες τ΄αυτοκίνητόν του, οξά εν έξερεν ότι κόμα τζαι στον τόπον του εν εγινίσκετουν τέθκοιον πράμαν ".
Ένας άλλος ηλικιωμένος, ο οποίος επίσης, δε ζει πια, όταν τον συναντήσαμε στο καφενείο και του εκμυστηρεύτηκαμε ότι σκοπεύουμε να γράψουμε ένα βιβλίο για τις κοινότητές μας, μας διηγήθηκε το εξής περιστατικό:
“ Όταν ήμαστον μιτσιοί (αρχές του 1900) τζαι επαίζαμεν κατάϋρα του μοναστηρκού, ήρτασιν δκυό τρεις περατιτζοί (ξένοι περιηγητές) τζαι εθέλασιν να ανοίξουν την εκκλησιάν για να την δουν. Εκάμαν μας νεψήματα να τους έβρουμεν το κλειίν τζαι δκυό ππαλιές εβουρήσαμεν τζαι εφέραμέν το.
Εμπήκασιν τζείνοι μέσα τζαι εμείς εμείναμεν τζαι επελλετούσαμεν τους πόξω. ΄Υστερις εφκήκασιν πόξω τζαι ο ένας πο τζείνους εξέβηκεν πάνω στην στέγην, τζαι επήρεν τον τ΄αμμάτιν μου κάτι να πασπατεύκει, εκατέβασεν κάτι τζαι έδωκεν το τους άλλους. Τόσον εφκαριστημένοι εφαίνουντον που εδώκαν μας τζαι μας έναν διπλοσέλινον που αππηούσαμεν ίσια πάνω που την χαράν μας".
Στην ερώτησή μας τι ήταν αυτό που κατέβασε, η απάντηση ήταν:
“ Μα, τον γιόν μου, τότες νομίζεις εκαταλαβαίνναμεν που τον κόσμον μας τζαι πολλά πράματα; Τζαι την εκκλησιάν ούλλην να την εσηκώναν, εν είσιεν κανέναν να τους πει τίποτες !!! "
Το συμπέρασμα, δυστυχώς, από την πιο πάνω συνομιλία είναι ότι οι ξένοι περιηγητές, ίσως σε κάποιες παλιές βιβλιοθήκες του εξωτερικού, να βρήκαν σημειώσεις για το ξωκλήσι αυτό και επέδειξαν το ανάλογο ενδιαφέρον. Δεν είναι τυχαίο που ελληνικές αρχαιότητες διαφόρων εποχών κοσμούν τα μουσεία ξένων χωρών.
Οι γηραιότεροι κάτοικοι θυμούνται μέχρι σήμερα την Τουρκάλλα με το όνομα Κουλλάκκαινα, που ζούσε στο Πέρα Χωριό και επέμενε ότι πολλές φορές έβλεπε τους Δώδεκα Αποστόλους να πηγαίνουν προς την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας και να επιστρέφουν.
Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος που μας διηγούνται μέχρι σήμερα οι παλιοί κάτοικοι του χωριού, μεταξύ της Κουλλάκκαινας και του παπα-Κωνσταντή:
Κουλλάκκαινα: - Παπα-Κωνσταντή, αμμά έννα που επάχετε εψές παράωρα τζαι εδκιούσατε γύρου του χωρκού τζαι εφακκούσετε τζαι τα άγια σας; ΄Αμπα τζαι εβαφτίζετε κανέναν κοπελλούιν, χαρώ σε;
Παπα-Κωνσταντής: - (Υποψιάστηκε τους Δώδεκα Αποστόλους). - Έννεν τίποτε, Κουλλάκκαινα, μεν αντελοσιάζεσαι. Τζ΄ άμα σου ξανατύχει, κρύψε τζιαμαί που είσαι τζαι τούτα εν πράματα του Θεού.
Παλαιότερα κάθε χρόνο, στις 29 Ιουνίου, γινόταν μεγάλο πανηγύρι και στους γύρω ελαιώνες έφερναν ζώα και τα πουλούσαν. Ακόμα οι κάτοικοι συνήθιζαν να γυροφέρνουν τρεις φορές τα άρρωστα βόδια τους στο ναό για να θεραπευτούν.
Λειτουργία τελείται μέχρι σήμερα την ημέρα της γιορτής των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, και την Πέμπτη της Γαλιλαίας.
Το κτίριο βρίσκεται στην οδό Ειρήνης, στο Πέρα Χωρίο και αποτελεί ένα αξιόλογο δείγμα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής των αρχών του 20ου αιώνα, με αστικές επιδράσεις, ένα από τα λίγα παραδείγματα στις αγροτικές κοινότητες του Πέρα Χωρίου και της Νήσου, αλλά και της ευρύτερης περιοχής.
Κτίστηκε το 1930, από το Γεώργιο Αμερικάνο και αποτελούσε για χρόνια την κατοικία της οικογένειας του. Το 1997 αγοράστηκε από το Κοινοτικό Συμβούλιο, στα πλαίσια της γενικότερης πολιτικής του για τη διατήρηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Το 1999-2000 το Συμβούλιο προχώρησε στη συντήρηση και αποκατάσταση του κτιρίου και την μετατροπή του σε γραφεία του Κοινοτικού Συμβουλίου. Η επέμβαση περιλάμβανε και προσθήκη νέων χώρων για τη στέγαση πολυποίκιλων δραστηριοτήτων.
Η μελέτη Συντήρησης και Αποκατάστασης του κτιρίου ανατέθηκε στους Αρχιτέκτονες Ελένη Πετροπούλου και Νίκο Νικολάου και τους συνεργάτες τους, Πολιτικούς Μηχανικούς Σταύρο Ζαντήρα και Μιχάλη Μιχαήλ, όλοι από το Πέρα Χωρίο και Νήσου.
Το Έργο ξεκίνησε το 1998 και ολοκληρώθηκε το 2002, σε τρεις φάσεις, ενώ το συνολικό κόστος ανήλθε στις 220.000,00 Λ.Κ. Οι εργασίες περιλάμβαναν την αποκατάσταση του παλιού κτιρίου και την μετατροπή του σε χώρο γραφείων, την προσθήκη αίθουσας εκδηλώσεων / διαλέξεων 100 ατόμων, αίθουσα συνεδριάσεων και βοηθητικών χώρων, καθώς και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου σε κήπο και χώρο στάθμευσης.
Η αποκατάσταση του υφιστάμενου κτιρίου στηρίχτηκε στις βασικές αρχές επέμβασης σε αξιόλογα κτίρια, με σεβασμό στην αρχιτεκτονική τους και με περιορισμό των επεμβάσεων στις απαραίτητες, για την ένταξη των νέων χρήσεων.
Σήμερα το κτίριο αποτελεί πόλο έλξης για τις κοινότητες του Πέρα Χωρίου και της Νήσου, αλλά και σημείο αναφοράς για την ευρύτερη περιοχή. Στους χώρους του συγκροτήματος φιλοξενούνται πολύ συχνά συνεδριάσεις ή και συγκεντρώσεις οργανωμένων συνόλων των δύο κοινοτήτων αλλά και της ευρύτερης περιοχής, συναντήσεις κυβερνητικών αξιωματούχων με εκπροσώπους των δήμων και κοινοτήτων της ευρύτερης περιοχής, καθώς και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις της Πολιτιστικής Επιτροπής του Συμβουλίου, αλλά και σχολείων, φορέων και σχολών από τον ιδιωτικό τομέα.
Πολιούχος αγία της Νήσου είναι η Αγία Παρασκευή.
Η μικρή εκκλησία, που βρισκόταν κτισμένη μέσα στον περίβολο της σημερινής εκκλησίας, κτίστηκε μέσα στο 18ον αιώνα και διατηρείτο μέχρι το 1962, οπότε και κατεδαφίστηκε για να πάρει τη θέση της ο νέος ναός.
Μια παράδοση αναφέρει ότι ένας Τούρκος κτηματίας, που κατείχε έδαφος μέσα στον περίβολο της εκκλησίας, αποφάσισε να τον γκρεμίσει και να κτίσει στάβλους για τα ζώα του. Η Αγία Παρασκευή οραμάτισε την κόρη του ώστε να μην εκτελεστεί η απόφαση. Ο πατέρας δεν ήθελε να ακούσει τίποτα από αυτά, εξάλλου ήταν και μωαμεθανός, αλλά το τίμημα που πλήρωσε ήταν πολύ μεγάλο. Ξαφνικά η κόρη του άρχισε να χάνει τα λογικά της και στο τέλος τρελάθηκε. Ο πατέρας βέβαια, συγκλονισμένος από την επαλήθευση του οράματος, παράτησε τα σχέδιά του.
Ηλικιωμένο άτομο, κάτοικος της Νήσου, μας ανέφερε ότι καθώς κοιμόταν, κατά τις πρωινές ώρες κάποιας καλοκαιρινής μέρας, με ανοιχτό το παράθυρο προς την πλευρά της παλιάς εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής, άκουσε ξαφνικά δυνατό βουητό και ένα πουλί να κελαηδά και καθώς πρόβαλε το κεφάλι να κοιτάξει έξω από το παράθυρο, ο δυνατός αέρας τον κτύπησε και έπεσε κάτω, ενώ άκουσε πολύ καθαρά το ξερό κτύπημα της ξύλινης πόρτας της εκκλησίας και στη συνέχεια ακολούθησε γαλήνια ησυχία. Όταν διηγήθηκε το περιστατικό στους συγγενείς και φίλους, όλοι είχαν την πεποίθηση ότι ήταν η Αγία Παρασκευή που πιστεύεται ότι επέστρεφε από το ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου, στο Δάλι.
Από την παλιά εκκλησία διατηρούνται μέχρι σήμερα μια εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας του 16ου αιώνα και εικόνα της Αγίας Παρασκευής του 1678, έργο του Ιωαννίκιου Α΄ του Αγιογράφου, μετέπειτα Μητροπολίτη Κιτίου.
Επίσης πολύ σημαντικά είναι τα Μηνολόγια του 9ου μήνα του 1545, των 4ου, 6ου και 12ου μήνα του 1689 και του 8ου μήνα του 1777, που υπάρχουν ως σήμερα.
Μικρό αργυρό πιάτο του 1815 υπάρχει σήμερα στο ιερό της εκκλησίας.
Η νέα εκκλησία χτίστηκε το 1962 - 64 από το Λοΐζο, οικοδόμο από την Ακανθού. Ανήκει στο τύπο του σταυροειδούς ναού με τρούλο, με ορθογώνια κάτοψη εσωτερικά. Ο τρούλος στηρίζεται σε 4 ελεύθερες κολόνες και έχει οκταγωνικό σχήμα, με παράθυρα περιμετρικά. Η αψίδα του ιερού είναι ημιεξαγωνική και στεγάζεται με κεραμίδια. Εξωτερικά η στέγη διαμορφώνεται σταυροειδής με τον τρούλο στη συμβολή των δυο κεραιών του σταυρού, ενώ οι πλάγιοι χώροι που συμπληρώνουν την ορθογώνια κάτοψη στεγάζονται με χαμηλότερες στέγες. Χαρα-κτηριστικό είναι το τετραγωνικό κωδωνοστάσιο στη βορειοδυτική γωνία του ναού. Η είσοδος στο ναό γίνεται από δυτικά, μέσα από στοά με τοξοστοιχία και από βόρεια. Χαρακτηριστική είναι η λιτή αρχιτεκτονική του οικοδομήματος αλλά και η επιτυχημένη διάταξη των ανοιγμάτων που διαχέουν άπλετο φως στο εσωτερικό του ναού.
Η νέα εκκλησία εγκαινιάστηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ' το 1967, με ανάδοχο το Χαρίλαο και Ελπινίκη Αλεξάνδρου. Πρώτος ιερέας ήταν ο Παπαγεώργιος από την Αγία Βαρβάρα. Για αρκετά χρόνια μετά λειτουργούσε ο πατήρ Xαράλαμπος Oικονόμου ενώ πρόσφατα λειτουργεί ο πατήρ Θεόδωρος Eυθυμίου.
Στις 26 του Ιούλη, μέρα μνήμης της Αγίας Παρασκευής, γινόταν μεγάλη εμποροπανήγυρη και αρκετός κόσμος μαζευόταν από τις γύρω περιοχές για να παρακολουθήσει τη θεία λειτουργία και να αγοράσει τα χρειώδη του νοικοκυριού του. Δεν έλειπε βέβαια και η ανάλογη για την εποχή ψυχαγωγία. Χωριανοί και συντοπίτες μαζεύονταν στα χάνια, κοντά στο παλιό γιοφύρι, και ξεφάντωναν μέχρι αργά, με βιολιά και λαγούτα. Πανηγύρι γίνεται μέχρι και σήμερα.
Στο προαύλιο της εκκλησίας βρίσκονται τα μνήματα των τοπικών ηρώων (1963 Στ. Χριστοδούλου, Γ. Ξενοφώντος και 1974 Β. Κούβαρου και Κ. Λάμπρου), οι οποίοι έδωσαν τη ζωή τους υπερασπίζοντας την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Βρίσκονται επίσης θαμμένα τα οστά των αδελφών Νικολάου από την Κερύνεια, οι οποίοι μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν αγνοούμενοι, αλλά με την μέθοδο του DNA, διαπιστώθηκε η ταυτότητά τους.
Ένα άλλο μικρό ξωκλήσι, που βρίσκεται στα δυτικά του Πέρα Χωριού, κοντά στο Tουρκοκυπριακό χωριό Κοτσιάτης, είναι του Αγίου Γεωργίου.
Πιστεύεται ότι κτίστηκε επί Φραγκοκρατίας (13ος-14ος αιώνας). Οι σύγχρονοι μα και οι πιο παλιοί κάτοικοι το θυμούνται σαν ένα σωρό από ερείπια. Ο Γεώργιος Αμερικάνος προσέφερε το ποσό των £50,00 (ικανό ποσό για την εποχή) και το εκκλησάκι αναστηλώθηκε στα 1924. Δίπλα από αυτό, λέγεται ότι υπήρχε αγίασμα. Ακόμα λέγεται ότι επί Φραγκοκρατίας υπήρχε κοντά αλευρόμυλος, που κινείτο με τη ροή του ποταμού, γνωστός με το όνομα “ο μύλος της Παναγίας του Χαπέσιη“.
Μάλιστα, από μαρτυρίες των κατοίκων, μαθαίνουμε ότι ο δάσκαλος του χωριού, με το όνομα Γιάλλουρος, γνωστός για την αυστηρότητά του, όταν αναστηλώνετο το εκκλησάκι στα 1924, έπαιρνε τους μαθητές του και βοηθούσαν στο κτίσιμο.
Ακόμα λέγεται ότι στη γύρω περιοχή υπήρχαν αρχαίοι τάφοι, που κι αυτοί δυστυχώς έχουν συληθεί κατά καιρούς.
Η εικόνα του Αγίου Γεωργίου μεταφέρθηκε στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, στο Πέρα Χωριό, για να προφυλαχτεί από τις επιδρομές των Τούρκων του Κοτσιάτη που έκαναν κατά καιρούς και προξενούσαν ζημιές.
Κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών του 1963 μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, οι Τούρκοι του Κοτσιάτη κατέστρεψαν τη στέγη της εκκλησίας, η οποία ξαναχτίστηκε με μέριμνα της εκκλησιαστικής επιτροπής.
Το εκκλησάκι αυτό λειτουργείται κάθε Τρίτη της Λαμπρής, στις 3 του Νιόβρη και την Κυριακή του Θωμά.
Στα παλιά χρόνια, κάθε Τρίτη της Λαμπρής, οι κάτοικοι και των δυο κοινοτήτων μαζεύονταν εκεί με τα φαγητά τους και διασκέδαζαν.
Αναφέρεται συχνά από τους παλιούς χωριανούς μας ότι οι καμηλάρηδες του Πέρα Χωριού, όταν επέστρεφαν από την Αγία Βαρβάρα προς το Πέρα Χωριό, απέφευγαν να περάσουν έξω από το ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου, γιατί έλεγαν ότι «ξιππάζουνται οι καμήλες που τον άππαρον του Άη Γιώρκη».
Μια δεύτερη ιστορία αναφέρει ότι ένα καλοκαιρινό σούρουπο, μια ομάδα εφήβων του χωριού, καθώς περιπατούσαν στην περιοχή, μεταξύ Αγίας Βαρβάρας και Πέρα Χωριού, κοντά σε μια μικρή πηγή με το όνομα ΄δροσούλα΄, άκουσαν ποδοβολητά αλόγου να τους πλησιάζουν. Ένας από την παρέα πήρε μια μικρή πέτρα και την έριξε, σε μια προσπάθεια να εντοπίσουν το άλογο. Κι ενώ το ποδοβολητό πλησίαζε χωρίς να φαίνεται ούτε άλογο ούτε καβαλάρης, άκουγαν τις πέτρες που κυλούσαν από δίπλα τους και ακούστηκαν μερικά χλιμιντρίσματα αλόγου, που καλπάζοντας πλέον απομακρύνονταν. Άναυδοι παρέμειναν για λίγο να κοιτάζει ο ένας τον άλλο χωρίς να μπορούν να αρθρώσουν λέξη.
Πολιούχος αγία του Πέρα Χωριού είναι η Αγία Μαρίνα. Ο ναός της βρίσκεται στο κέντρο του παραδοσιακού πυρήνα, διαμορφώνοντας με άλλα κτίρια την πλατεία του χωριού.
Ανήκει στον τύπο του μονόχωρου ναού με ορθογώνια κάτοψη, που στεγάζεται με κυλινδρικό θόλο, ελαφρά οξυκόρυφο. Εξωτερικά ο θόλος καλύπτεται με κεραμίδια. Η κόγχη του ιερού είναι ημιεξαγωνική και καλύπτεται επίσης με κεραμίδια. Το μόνο αρχιτεκτονικό στοιχείο που διακρίνεται εξωτερικά είναι η κατασκευή της εισόδου και η στέγασή της, προφανώς μεταγενέστερες προσθήκες στον αρχικό ναό. Χαρακτηριστικά στοιχεία είναι τα πέτρινα γείσα της στέγης με τις υδρορρόες, τους “καμαροφρύδες”, όπως τους αναφέρει ο Γ. Σεφέρης και το καμπαναριό.
Για το ιστορικό της εκκλησίας δεν έχουμε ακριβείς μαρτυρίες. Ο ιστορικός Gunnis αναφέρει τη χρονολογία 1853 σαν τη χρονιά που κτίστηκε η εκκλησία. Μα αν λάβουμε υπόψη τη χρονολογία της βόρειας πόρτας (1851) που δηλώνει τη χρονολογία επιδιόρθωσης της εκκλησίας, εξαιτίας πυρκαγιάς, πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο ναός ήταν παλαιότερος.
Δεν ξέρουμε λοιπόν ακριβώς πότε κτίστηκε και ποια ήταν τα στάδια του κτισίματος. Εκείνο που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, αφού και σήμερα διακρίνονται εμφανή σημάδια από πυρκαγιά στο οικοδόμημα (στο επικαλυμμένο και συντηρημένο πλέον μέρος του ιερού), είναι ότι η εκκλησία υπέστη ζημιές από πυρκαγιά, γύρω στα 1850, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει το μεγαλύτερο μέρος του ναού και να παραμείνει μόνο μέρος του ιερού.
Σιγά σιγά οι κάτοικοι την επιδιόρθωσαν και στα θεμέλια του παλιού οικοδομήματος προστέθηκε το υπερώο και το καμπαναριό. Η καμπάνα μάλιστα λέγεται ότι αγοράστηκε ύστερα από διεξαγωγή εράνου.
Ενδιαφέρουσες μαρτυρίες του ναού είναι η χρονολογία της βόρειας πόρτας της εκκλησίας, που δηλώνει τη χρονολογία επιδιόρθωσης, το 1851, και ένας μικρός σταυρός που δωρήθηκε από ένα κάτοικο του χωριού, που φέρει το επίθετο Προκομμένος.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα εικόνα που υπάρχει σήμερα στο ναό είναι αυτή που παριστάνει ένα άγιο (τον ΄Αγιο Μιχαήλ το Μαλεΐνο, φωτιστή του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου, αυτοκρατορικής καταγωγής) με μια ομάδα από ορθόδοξους ιερείς γύρω του, καθώς και η σπάνια εικόνα του Αγίου Τρύφωνα (ή Τύχωνα ).
Στο προαύλιο του ναού οι κάτοικοι είχαν τη συνήθεια να θάβουν τους νεκρούς τους μέχρι και το 1913, οπότε εγκαινιάστηκε το νεκροταφείο στο προαύλιο του ναού των Αγίων Αποστόλων.
Κυπαρίσσι της Νήσου (Cypressus sempervirens var.sempervirews)
Χαρακτηριστικό δέντρο της μεσογειακής βλάστησης. Φυτεύεται πολύ συχνά σε νεκροταφεία και για τη δημιουργία ανεμοθραυστών. Έχει περίμετρο στο στηθιαίο ύψος 4 μέτρα και 65 εκατοστά, ύψος 28 μέτρα και η ηλικία του υπολογίζεται γύρω στα 500 χρόνια.
Στα βόρεια του χωριού Νήσου βρίσκεται μια κατακόμβη, αφιερωμένη στον Άγιον Ευτύχιο, άγνωστο άγιο στους συναξαριστές, ο οποίος όμως αναφέρεται από τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό (Ιστορία χρονολογική της νήσου Κύπρου, σελ. 352) ως ένας από τους ξένους αγίους που είχαν φτάσει στο νησί και ασκήτεψαν. Σύμφωνα με τον Κυπριανό, ο άγιος Ευτύχιος ασκήτεψε στην περιοχή του χωριού Λυθροδόντα, μαζί με κάποιους άλλους αγίους, τους Ιωσήφ, Θέλθα, Ιωάννη και Ευράσιο.
Πιθανόν, ο άγιος αυτός να είναι ο ίδιος με τον άγιο της Νήσου, μια και τα δυο χωριά γειτνιάζουν.
Η ίδια κατακόμβη υποστηρίζεται ότι είναι αφιερωμένη στον Άγιο Επαφρά. Ο ιστορικός Gunnis, στο βιβλίο του ΄Historic Cyprus΄ αναφέρει τα εξής:
“Περίπου ένα μίλι από το χωριό (Νήσου) βρίσκεται ο τάφος του Αγίου Επαφρά, ένας ελληνιστικός τάφος που μετατράπηκε σε μνημείο-κατακόμβη του Αγίου.
Μερικά σκαλοπάτια που κτίστηκαν πολύ αργότερα, οδηγούν στο εσωτερικό του τάφου-κατακόμβης, που περιλαμβάνει μια μαρμάρινη σαρκοφάγο, όπου πιστεύεται ότι είναι ενταφιασμένος ο άγιος με ένα μεγάλο βυζαντινό σταυρό πάνω στο καπάκι της σαρκοφάγου. Μετά από αυτή υπάρχει μια εσωτερική λειψανοθήκη που περιλαμβάνει ένα θυσιαστήριο και πάνω στους χοντροπελέκητους τοίχους βρίσκονται απομεινάρια από τοιχογραφίες. Ο ΄Αγιος Επαφράς πιστεύεται ότι είναι ένας από τους εβδομήντα αποστόλους και υπήρξε επίσκοπος της Αντριακής και υπέστη βασανιστήρια. Ακόμα πιστεύεται ότι είχε σταλεί στο νησί από τον Απόστολο Παύλο και μάλιστα χειροτονήθηκε επίσκοπος Πάφου από τον ΄Αγιο Ηρακλείδιο, ένα από τους πρώτους επισκόπους της Κύπρου. Γιορτάζεται η μνήμη του στις 9 Δεκεμβρίου.
Για το ίδιο θέμα, ηλικιωμένος κάτοικος του Πέρα Χωριού, μας ανέφερε ότι στα 1925 περίπου, μια Εγγλέζα, μέλος της βασιλικής οικογένειας (παρά τις προσπάθειές μας δεν κατέστη δυνατό η εξακρίβωση της ταυτότητάς της), επισκέφτηκε το ξωκλήσι των Δώδεκα Αποστόλων στο Πέρα Χωριό και κρατούσε ένα βιβλίο με χάρτη για να εντοπίσει την κατακόμβη από το ύψωμα του ξωκλησιού. Δε δυσκολεύτηκε βέβαια να την εντοπίσει στα βόρεια του χωριού.
Αμέσως ο τότε νέος Χριστόδουλος Ζαντήρας, προσπάθησε με ένα χαμόγελο να επιβεβαιώσει (όπως νόμιζε) ότι η κατακόμβη ανήκει στον άγιο Ευτύχιο, αλλά η Εγγλέζα με αυστηρό και δασκαλίστικο ύφος τον αποσβόλωσε, λέγοντας επιγραμματικά:
«No , that’ s Saint Epafras ». (΄Οχι, είναι ο Άγιος Επαφράς).
Φαίνεται ότι η Εγγλέζα ήταν πλήρως ενημερωμένη για την πολιτιστική κληρονομιά της αποικίας της ... !
Στον Παρισινό κώδικα 223, καθώς και στον κώδικα των Βλατέων, ο Επαφράς αναφέρεται ως επίσκοπος της λεγόμενης Αδριακής ή Αντριακής (άγνωστη πόλη της Κύπρου των πρωτοχριστιανικών χρόνων, που μερικοί πιστεύουν ότι πρόκειται για την Ακανθού), όπου και πέθανε.
Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός αναφέρει στην ιστορία του (σελ. 346) ότι:
“Ο Επαφράς έγινεν επίσκοπος εις την χώραν Ακτήν Αργείων [=Αχαιών Ακτή], ήτοι της Ακανθούς τα μέρη, εις την οποίαν και εμαρτύρησεν...”.
Εκείνο όμως που δημιουργεί προβλήματα, είναι η αναφορά του Κυπριανού σχετικά με το μνήμα του επισκόπου Επαφρά, που το τοποθετεί στο χωριό Νήσου, όπου μάλιστα φυλαγόταν και η αγία κάρα του.
Στην Κύπρο δεν αναφέρεται σε καμιά άλλη πηγή ούτε και έχει αποδειχτεί η ύπαρξη πόλης με την ονομασία Αδριακή ή Αδράκη. Κατά συνέπεια υπάρχει η γνώμη ότι από σύγχυση και μόνο τοποθετήθηκε η πόλη Αδριάκη στην Κύπρο, ενώ έπρεπε να τοποθετηθεί στη Λυκία, επαρχία της Μικράς Ασίας.
Έτσι θα πρέπει να δεχτούμε ότι ο Επίσκοπος Επαφράς υπηρέτησε στην Πάφο, μετά από το θάνατο του Αποστόλου Βαρνάβα, από το 67 μ.Χ. μέχρι το θάνατό του, όπως εξάλλου ήταν και η αρχική εντολή του Αποστόλου Παύλου.
Μα αν δεχτούμε τις αναφορές του αρχιμανδρίτη Κυπριανού και του Gunnis, που από ό,τι φαίνεται χρησιμοποιεί τον Κυπριανό ως βασική πηγή, αναφύεται το μεγάλο ερώτημα, πώς βρέθηκε το μνήμα του επισκόπου Επαφρά της Πάφου στη Νήσου. Μήπως στα τελευταία του ασκήτεψε και διάλεξε το μέρος αυτό όπου και τον έθαψαν ;
Παρόλα αυτά πολλοί θέλουν την κατακόμβη να ανήκει στον Άγιο Ευτύχιο, που πιστεύεται ότι ήταν ένας ξένος που έφτασε στην Κύπρο ύστερα από καταδιώξεις που έγιναν εναντίον των χριστιανών. Ακόμα μπαίνουμε στον πειρασμό να υποθέσουμε μήπως πρόκειται για το ίδιο και αυτό πρόσωπο, Επαφράς το ξενικό όνομα και Ευτύχιος το ελληνικό.
Η παράδοση θέλει τον άγιο να είναι βοσκός και να βόσκει τα πρόβατά του στις εύφορες περιοχές της Νήσου μέχρι το Δάλι και μάλιστα να είναι φίλος με τον Άγιο Σωζόμενο της Ποταμιάς.
Η αγάπη του για τα πρόβατα ήταν φαίνεται τόσο μεγάλη, διότι η παράδοση τον συνδέει με το ακόλουθο θαύμα:
Εκεί κοντά στην κατακόμβη του κάποιος Τούρκος είχε τη στάνη του και για κάποιους λόγους αποφάσισε να τη μετακινήσει. Δεν πέρασαν όμως πολλές μέρες και μια νύχτα το κοπάδι βρέθηκε ολόκληρο ξανά πίσω στη μάντρα του χωρίς να χαθεί ούτε ένα, αλλά ούτε και να αφήσει σημάδια της πορείας που ακολούθησε για την επιστροφή. Οι κάτοικοι παραξενεμένοι απέδωσαν το θαύμα αυτό στην αγάπη του αγίου για τα πρόβατα.
Λέγεται ότι δίπλα από την κατακόμβη υπάρχει άλλη εκκλησία. Σε παλιές ανασκαφές που έγιναν, βρέθηκαν κάποια σκαλιά, αλλά δεν μπόρεσαν οι ανασκαφές να συνεχιστούν, γιατί συνάντησαν μεγάλες πέτρες.
Η κατακόμβη έχει διαστάσεις 11,00 x 2,50 μ. περίπου. Το ανατολικό μέρος της, διαστάσεων 7,00 x 2,70 μ., είναι λαξευτό στο βράχο με ακανόνιστο ύψος και σε σχήμα τραπεζίου και βρίσκεται 1,50 μ. κάτω από το έδαφος στην είσοδο.
Ο χώρος του ιερού διαχωρίζεται από τον κυρίως ναό με μεταγενέστερο τοίχο πάχους 20εκ., με στενή θυρίδα, την ωραία Πύλη. Οι πλάγιοι τοίχοι του λαξευτού τμήματος ενισχύθηκαν με τοίχους και τυφλά αψιδώματα, για να μην καταρρεύσουν. Η οροφή είναι σήμερα σχεδόν επίπεδη, αλλά φαίνεται να ήταν θολωτή. Το δάπεδο του τμήματος αυτού αποτελείται από μεγάλες ακανόνιστες πλάκες, ενώ στη μέση του χώρου βρίσκεται η σαρκοφάγος 2,00 x 0,85 μ., που θεωρείται ο τάφος του Αγίου Ευτυχίου.
Το υπόλοιπο μέρος της κατακόμβης είναι κτισμένο μέσα σε όρυγμα και καλύπτεται με οξυκόρυφη καμάρα. Φαίνεται ότι το ανατολικό τμήμα ήταν λαξευτός τάφος, ενώ το δυτικό, όπου υπάρχουν σκαλοπάτια που οδηγούν στον τάφο, ήταν ο δρόμος προς αυτόν. Τα τυφλά αψιδώματα στους πλάγιους τοίχους φαίνεται να κτίστηκαν τον 12ο αιώνα μ.Χ., ενώ ο δρόμος καλύφθηκε με καμάρα κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας.
Στο εσωτερικό της κατακόμβης υπάρχει μεγάλη οπή, όπου σύμφωνα με την παράδοση ανοίγει σήραγγα που επικοινωνεί με την κατακόμβη του Αγίου Θεοδώρου στο Δάλι. (Άης Θόρος).
Δεν πάει πολύς καιρός που, όταν γυναίκες πήγαν να ανάψουν το καντήλι του Αγίου, άκουσαν βήματα στα σκαλιά και όταν μπήκαν μέσα δε βρήκαν κανένα.
Η κατακόμβη του Αγίου συνδέεται άμεσα με τη Δευτέρα της Λαμπρής , όπου οι κάτοικοι των δυο κοινοτήτων συγκεντρώνονται στο λόφο της κατακόμβης για να προσκυνήσουν. Στα πιο παλιά χρόνια η μέρα του Αγίου Ευτυχίου κατείχε το δικό της τελετουργικό χαρακτήρα, αφού όλοι οι κάτοικοι άπλωναν τα διάφορα εδέσματα στο ανοιξιάτικο τοπίο της Νήσου, με την πανοραμική θέα προς τα δυο χωριά και γλεντούσαν αγαπημένα. Μάλιστα το φαγοπότι άρχιζε με λαμπριάτικους ψαλμούς από τους καλοφωνάρηδες και ακολουθούσε το τσούγκρισμα των αυγών, ανάμιχτο με γέλια και πειράγματα για την επικράτηση του νικητή.
Δυστυχώς το έθιμο αυτό έχει ατονήσει στις μέρες μας και αντικαταστάθηκε με ένα απλό προσκύνημα και ένα άχρωμο πανηγύρι της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας, που δεσπόζει δυστυχώς σ’ όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας.
H Παναγία η Xρυσοπερότσα καλύπτεται με μια αχλή μυστηρίου. Oι κάτοικοι τη θέλουν να βρίσκεται απέναντι από το σημερινό σπίτι του Στενή, που στα παλιά χρόνια λειτουργούσε σαν σχολείο.
Σύμφωνα με πληροφορίες παλιών κατοίκων της Νήσου, στη συγκεκριμένη τοποθεσία υπήρχε εκκλησάκι, το οποίο καταστράφηκε επί Τουρκοκρατίας. Οι κάτοικοι της Νήσου κατάφεραν να διασώσουν την εικόνα της Παναγίας και μερικά ιερά σκεύη τα οποία τα έθαψαν στην περιοχή, για να τα προφυλάξουν.
Τα χρόνια πέρασαν και ενώ η λήθη εργαζόταν ασταμάτητα, λέγεται ότι στις αρχές του αιώνα μας, η Παναγία οραμάτισε μια γερόντισσα για την κρυμμένη εικόνα και τα ιερά σκεύη. Η γερόντισσα το ανέφερε στον ιερέα, αλλά φαίνεται ότι δεν έγινε πιστευτή. Η γερόντισσα διέδιδε το όραμά της σ΄ όλο το χωριό, με αποτέλεσμα κάποιοι να δοκιμάσουν για του λόγου το αληθές. Άλλοι λένε ότι βρήκαν τα ιερά σκεύη και τα πούλησαν για προσωπικό τους συμφέρον, ενώ άλλοι λένε ότι βρήκαν μονάχα κάρβουνα, τιμωρία της Παναγίας για την ιεροσυλία.
Σήμερα, προς τιμή της Παναγίας της Χρυσοπερότσας κτίστηκε από κάτοικο του χωριού, στη θέση των ερειπίων, ένα μικρό προσκυνητάρι.
Για το επίθετο της Παναγίας ΄χρυσοπερότσα΄ οι κάτοικοι δεν μπορούν να δώσουν ερμηνευτική εξήγηση που να το δικαιολογεί. Εικάζουμε, χωρίς να αποκλείουμε οποιαδήποτε άλλη εξήγηση, πως το επίθετο αυτό μπορεί να προέρχεται από τη σύνθετη λέξη ΄χρυσοπυρόεσσα΄, δηλαδή από τα επίθετα χρυσός-ή-ό και πυρόεις-εσσα-εν (ερυθρός, κόκκινος) και θα αναφερόταν στην εικόνα της Παναγίας, επειδή πιθανόν να έφερε χρυσοκόκκινο φόρεμα. Η λέξη, βέβαια, με την πάροδο των χρόνων υπέστη παραφθορά και από χρυσοπυρόεσσα κατέληξε σε χρυσοπερότσα. [Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Τόμος Η΄, σελ. 6362, Δ. Δημητράκου].
Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης - Πολιτιστικό Κέντρο,των κοινοτήτων Πέρα Χωριού και Νήσου, στεγάζεται στο «Σπίτι του Χατζηπαντελή», που αποτελεί ένα αξιόλογο αντιπροσωπευτικό δείγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
Το σπίτι αυτό αγοράστηκε από το Συμβούλιο των κοινοτήτων μας, το 2003, από τον κληρονόμο-εγγονό Παντελή Χατζηπαντελή, ο οποίος δώρισε, παράλληλα, και δύο επιπρόσθετα δωμάτια που εφάπτονταν της κύριας κατοικίας.
Στη συνέχεια, και με στόχο την αρχική πρόθεση του Κοινοτικού μας Συμβουλίου για διαφύλαξη της παραδοσιακής - πολιτιστικής μας κληρονομιάς, προχώρησε η αποκατάσταση του κτιρίου, με αρχιτέκτονες την Ελένη Πετροπούλου και το Νίκο Νικολάου.
Ιδιαίτερη σημασία αποτελεί το γεγονός, ότι τα περισσότερα εκθέματα, στο χώρο αυτό, έχουν προσφερθεί, αφιλοκερδώς, από κατοίκους των κοινοτήτων μας, οι οποίοι έχουν αγκαλιάσει με ιδιαίτερη αγάπη, αλλά και περηφάνια την προσπάθεια διατήρησης και λειτουργίας ενός τέτοιου χώρου.
Βασικός στόχος ήταν η συγκρότηση ενός χώρου, στον οποίο ο επισκέπτης να δημιουργεί μια πλήρη εικόνα για τον τρόπο λειτουργίας μιας παραδοσιακής οικίας των αρχών του 20ου αιώνα, με όλα όσα συμπλήρωναν τους χώρους της, έτσι που να εξυπηρετεί τις ανάγκες των κατοίκων της. Παράλληλα, ως χώρος, να είναι λειτουργικός και να μπορεί, με την ιδιότητά του ως Πολιτιστικού Κέντρου να φιλοξενεί διάφορα πολιτιστικά δρώμενα.
Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης - Πολιτιστικό Κέντρο εγκαινιάστηκε την 1η Φεβρουαρίου 2013 από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Δημήτρη Χριστόφια.